- αποτελείωση
- [-ις (-εως)] η1) заканчивание, завершение; 2) перен. приканчивание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποτελείωση — η (AM ἀποτελείωσις) νεοελλ. ολοκλήρωση, αποπεράτωση μιας πράξης αρχ. μσν. το να φθάνει κάποιος ή κάτι στην τελειότητα … Dictionary of Greek
αποτέλεσμα — το (AM ἀποτέλεσμα) [αποτελώ] 1. η έκβαση, το τέλος μιας πράξης 2. το προϊόν μιας αιτίας, επακολούθημα αρχ. 1. αποτελείωση, συμπλήρωση 2. γεγονός, συμβάν 3. συμπέρασμα, πόρισμα 4. αστρολ. η επίδραση ορισμένων θέσεων των άστρων στην ανθρώπινη τύχη … Dictionary of Greek
εκτελείωσις — ἐκτελείωσις, η (Α) τελειοποίηση, αποτελείωση … Dictionary of Greek
λειτούργιον — λειτούργιον, τὸ (Α) [λειτουργός] συμπληρωματική ενέργεια για αποτελείωση, για τερματισμό δίκης … Dictionary of Greek